θεϊστής

θεϊστής
ο
(φιλοσ.) ο οπαδός τού θεϊσμού, ο αποδεχόμενος τα διδάγματα τού θεϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. theist < the- (πρβλ. θεο-) + -ist (πρβλ. -ιστής). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεϊστής — ο οπαδός του θεϊσμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Alpha privativum — Als Alpha privativum (lat.: „beraubendes Alpha“) bezeichnet man in der Wortbildungslehre der griechischen Sprache das Präfix ἀ a , welches die Abwesenheit, Umkehrung oder Wirkungslosigkeit des Bezeichneten ausdrückt oder das zugrundeliegende Wort …   Deutsch Wikipedia

  • θεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεϊσμό ή στον θεϊστή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theistic < theist (πρβλ. θεϊστής) + ic (πρβλ. ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”